περιδιαβάζω

περιδιαβάζω
1. αμετ.
1) гулять, прогуливаться; 2) разгуливать, фланировать; бездельничать; 2. μετ. водить (для развлечения);

περιδιαβάζω κάποιον στο εξωχικό κέντρον — повести кого-л. в загородный ресторан


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιδιαβάζω" в других словарях:

  • περιδιαβάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβάζω — περιδιάβασα, περπατώ εδώ κι εκεί άσκοπα, σεργιανίζω, σουλατσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιδιάβαση — η / περιδιάβασις, άσεως, ΝΜ 1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • περιδιάβασμα — το, Ν [περιδιαβάζω] 1. περιδιάβαση 2. βιολ. το φυτό πύρεθρο το παρθένιο, κν. βασκαντήρα, παρθενούδι, βάρτσαμος …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβαίνω — Ν 1. περιδιαβάζω 2. διαβαίνω ολόγυρα …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβαστής — ο, θηλ. περιδιαβάστρα, Ν [περιδιαβάζω] (συν. για δυσμενή χαρακτηρισμό) 1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο χασομέρης 2. χλευαστής, σκώπτης. επίρρ... περιδιαβαστά με χλευαστικό, σκωπτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

  • ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»